ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Καμίλ Κλοντέλ 1915 ή το προοίμιο του Μεγάλου Εγκλεισμού. Ενός εγκλεισμού που αποφασίστηκε για την ιδιοφυή – όπως χαρακτηρίστηκε – Γαλλίδα γλύπτρια, από την ίδια την οικογένειά της – μητέρα και αδελφό – που, μια μέρα, την εναπόθεσαν στο άσυλο ανιάτων, ως ανυπόφορο οικογενειακό άχθος και την απολησμόνησαν εκεί. Αν η συνείδηση αδυνατεί να είναι καθαρή, οφείλει τουλάχιστον να σιγά.

 

Ο Μπρουνό Ντυμόν, αξιοποιώντας σεναριακά την πρώτη ύλη των αυθεντικών επιστολών που αντάλλαξαν τα αδέλφια Κλοντέλ, παρακολουθεί με αυτοκυρίαρχη ενσυναίσθηση τις άνευ έργων ημέρες της άλλοτε μεσουρανούσας δημιουργού και πάλαι ποτέ συντρόφου του καθαγιασμένου, πια, Αυγούστου Ροντέν, τον τρίτο χρόνο της κάθειρξης που της επιφύλαξαν, ομονοώντας μεταφυσικά, η Τρέλα από τη μια, και ο οικογενειακός Λόγος από την άλλη, ιδανικά ενσαρκωμένος από τον ευσταλή λογοτέχνη αδελφό της, Πολ Κλοντέλ.

 

Προσοχή! Είναι μόλις ο τρίτος χρόνος. Της μόνωσης, της απόγνωσης, της απονέκρωσης, της ξενότητας, της σιωπής, του σπαραγμού και τελικά του οριστικού μαρασμού, που θα είναι η μοίρα της Καμίλ Κλοντέλ, μια μοίρα που η ίδια δείχνει ακόμη να αγνοεί. Κι είναι αυτή η φονική άγνοια που θα την καθιστούσε άλλη μια γνήσια τραγική ηρωίδα στα μάτια μας. Μα λείπει ακόμα κάτι καθοριστικό, κι αυτό δεν είναι άλλο από την εξέγερση. Την εξέγερση του τραγικού ήρωα απέναντι στο πεπρωμένο του. Είναι λοιπόν η Καμίλ Κλοντέλ μια τραγική ηρωίδα; Ή μήπως είναι, πολύ περισσότερο, μια απολύτως σύγχρονη και συνάμα προφητική ηρωίδα, σε βαθμό που να εξωθεί τον θεατή του 2015, παραφράζοντας τον άλλο σημαντικό Γάλλο, να αναφωνήσει : Η Καμίλ Κλοντέλ 1915 είμαι εγώ;

 

Γίνεται, εξάλλου, φανερό ότι για την Καμίλ, ένα πλάσμα δίχως βάρος, ένα πλάσμα όλο ασυνέχειες, φωνές και σιωπές, εφάμιλλο περισσότερο με σκαρίφημα γλυπτού παρά με γλυπτό η ίδια, που το υποδύεται σοφά η Ζιλιέτ Μπινός στη σημαντικότερη, ίσως, ερμηνεία της κινηματογραφικής της διαδρομής, η διάδραση με τους σημαντικούς άνδρες- φορείς- του- Λόγου της ζωής της και τελικά με το κοινωνικό της περιβάλλον, ένα πράγμα μπορεί να αποφέρει. Συντριβή. Η ίδια το λέει ρητά. Είναι έγκλειστη γιατί η ύπαρξή της ως γυναίκας, ως καλλιτέχνιδος, ως μοναχικής γυναίκας καλλιτέχνιδος, συνιστά για τους Άλλους, εναντίον τους μομφή (μήπως, οποιοσδήποτε δεν ικανοποιεί τη νόρμα, δεν συνιστά για τους Άλλους μομφή;). Κι Εκείνοι, κάνουν αυτό που μπορούν, επιτελώντας αναπόδραστα τον ρόλο τους. Την τιμωρούν. Κι Εκείνη, κάνει αυτό που ξέρει, επιτελώντας τον δικό της. Λυγίζει. Και λυγίζοντας, τους προσφέρει το άλλοθι της ορθοφροσύνης τους. Αλήθεια, πόσο σπάταλο εκ μέρους της, όταν ήδη Εκείνοι ανάγουν τη μακάρια νηφαλιότητά τους στον ίδιο το θεϊκό Λόγο, τον έμπλεο σκληρής καλοσύνης. Και αλήθεια, τελικά, πόσο κοινό το πεπρωμένο των απανταχού καταδικασμένων από τον κυρίαρχο, κανονιστικό Λόγο, των παντοιοτρόπως εγκάθειρκτων, των σωμάτων που συντρίφτηκαν από το βάρους Του, που εξαναγκάστηκαν σε μια Γυμνή Ζωή (το φάντασμα του Φλωμπέρ επιστρέφει στη σκηνή).

 

Επιστρέφοντας εμείς στην Καμίλ Κλοντέλ 1915, διαπιστώνουμε μοιραία, ότι όταν Εκείνη είχε επιλέξει ως συνομιλητή της όχι το θεό αλλά τις γάτες, όταν είχε υποπέσει, ενώπιον των δυνατών, στο αμάρτημα της αδυναμίας, όταν, τελικά, είχε τολμήσει να είναι αυτή που ήταν, η τρελή Καμίλ, η ετυμηγορία δε θα μπορούσε παρά να είναι: Να καεί! Και να καεί αργά… Γιατί η Καμίλ θα παραμείνει στη φυλακή της για άλλα 26 χρόνια. Θα παραμείνει μέχρι το τέλος. Όταν μας κοιτάζει ή μας αφήνει να την κοιτάξουμε στην τελευταία σκηνή της ταινίας, όπως είπαμε, το αγνοεί. Το αγνοεί ή δεν το πιστεύει;

 

Αλλά ποιος ζωντανός μπορεί να πιστεύει ότι θα πεθάνει στη φυλακή;

 

 

Τ. Σ. για τη weird wave