ΤΙΜΠΟΥΚΤΟΥ. Μια ταινία για τη μικροφυσική του φασισμού.
Πριν από μερικές εβδομάδες ο δήμαρχος του Παρισινού προαστίου Villiers-sur-Marne, ο Jacques-Alain Bénisti, απαγόρευσε την προβολή της ταινίας του Αμπντεραχμάν Σισσακό, ΤΙΜΠΟΥΚΤΟΥ. Σύμφωνα με τη Le Figaro, ο δήμαρχος φοβήθηκε πως η ταινία συνιστούσε μια απολογία της τρομοκρατίας, ενώ σύμφωνα με τη Le Monde, θεώρησε πως οι οι τζιχαντιστές της ταινίας θα συνιστούσαν ένα κοινωνικό πρότυπο για τους νέους της πόλης. Εν μέσω της επίθεσης στο Γαλλικό σατιρικό περιοδικό Charlie Hebdo κι ενώ παγκοσμίως τα Μέσα ενημέρωσης έβαζαν στο επίκέντρο τη σημασία της ελευθερίας της έκφρασης, ο Bénisti θέλησε να απαγορεύσει το ΤΙΜΠΟΥΚΤΟΥ ενώ παραδέχτηκε πως δεν είχε δει την ταινία – θέλησε δηλαδή να αντιδράσει με τον ίδιο τρόπο που επέλεξαν οι Τζιχαντιστές.
Το γεγονός αυτό έδωσε νέα πνοή στην κυκλοφορία της ταινίας στη Γαλλία, η οποία έχει ήδη ξεπεράσει τα 550.000 εισιτήρια. Όχι τυχαία, η ταινία χαρακτηρίστηκε από τη Le Figaro ως «ο δικός μας Χρυσός Φοίνικας». Το ΤΙΜΠΟΥΚΤΟΥ που ήταν υποψήφια ταινία για το Χρυσό Φοίνικα στο πρόσφατο Φεστιβάλ Καννών και τελικά απέσπασε το Βραβείο Οικουμενικής Επιτροπής, François Chalais, είναι τώρα υποψήφιο (μαζί με το GIRLHOOD της Σελίν Σιαμμά) για τις «Χρυσές Σφαίρες» της Γαλλίας, τα Βραβεία Lumiere Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερης Σκηνοθεσίας, ενώ πριν λίγες μέρες ανακοινώθηκε πως θα βρίσκεται στην πεντάδα των ταινιών που θα διαγωνιστεί για το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.
Η Οσκαρική υποψηφιότητα για την ταινία από τη Μαυριτανία, που περιγράφει την καθημερινή ζωή σε μια πόλη που έχει καταληφθεί από τζιχαντιστές, είναι μια «μεγάλη στιγμή για τη Μαυριτανία και την Αφρική», σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, μιας και πρόκειται για την πρώτη ταινία από τη Μαυριτανία που είναι υποψήφια για Όσκαρ. «Με το που έμαθα για την υποψηφιότητα, με συνεπήρε ένα απερίγραπτο συναίσθημα… Είναι η αναγνώριση μιας δουλειάς που έγινε με πάθος και δέσμευση στους άντρες και τις γυναίκες από διαφορετικές χώρες, που είναι ενωμένοι στην υπεράσπιση των παγκόσμιων αξιών της αγάπης, της ειρήνης και της δικαιοσύνης». Για το σκηνοθέτη Αμπντεραχμάν Σισσακό, ήταν σημαντικό να δει την υποδοχή της ταινίας και από το Μουσουλμανικό κοινό. Έτσι ένιωσε «ασφαλής» μετά τη θερμή υποδοχή που είχε στο πρόσφατο Φεστιβάλ του Μαρακές: «Ήμουν πολύ χαρούμενος που παίχτηκε η ταινία μου στο Μαρόκο, όχι μακρυά από το Μάλι, όπου και λαμβάνει χώρα η ταινία, με την πλειοψηφία του κόσμου να είναι Μουσουλμάνοι… Οι αντιδράσεις ήταν πολύ κοντά με αυτές που είχα και αλλού».
Το ΤΙΜΠΟΥΚΤΟΥ αφηγείται την κατοχή της πόλης του Μάλι το 2012 από τζιχαντιστές και στήνει ένα πορτραίτο μιας χώρας της οποίας οι πλούσιες παραδόσεις απειλούνται, κατά τον Σισσακό, από φανατικούς τζιχαντιστές, που συχνά έρχονται από έξω. Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από το θάνατο μιας αγελάδας, με το όνομα GPS, «ένα κατάλληλο σύμβολο για μια χώρα που έχει χάσει το δρόμο της», σύμφωνα με τον Peter Bradshaw του The Guardian. Στην ταινία, οι Ισλαμιστές ζηλωτές απαγορεύουν αθώες απολαύσεις, όπως η μουσική και το ποδόσφαιρο, ενώ δεν διστάζουν να χρησιμοποιήσουν το μαστίγωμα ή το λιθοβολισμό στην άσκηση της εξουσίας τους. Το Τιμπουκτού δεν είναι πια tombouctou la mysterieuse,το μαγικό μέρος του θρύλου, αλλά ένα σκληρό,αμείλικτο μέρος μισαλλοδοξίας και φόβου.
Είναι ακριβώς αυτή η υπόκωφη περιγραφή ενός καθεστώτος φόβου μέσα από τις λεπτομέρειες της καθημερινής ζωής – μια μικροφυσική του φασισμού – που κάνει το ΤΙΜΠΟΥΚΤΟΥ μια παγκόσμια διαμαρτυρία απέναντι σε κάθε καταπιεστικό και ανελεύθερο καθεστώς που επιβάλλεται με τη βία. Στο ΤΙΜΠΟΥΚΤΟΥ το προσωπικό είναι η πραγματική έδρα του πολιτικού. Όπως αναφέρει και ο Σισσακό, «ο Δυτικός τύπος μιλάει πολύ για τους ομήρους που έχουν απαχθεί επειδή οι όμηροι είναι και οι ίδιοι Δυτικοί… Δεν μιλάνε για τις γυναίκες στην αγορά που υποχρεώνονται να φοράνε γάντια, αλλά αντιστέκονται. Δεν μιλάνε για τα αγόρια που παίζουν ποδόσφαιρο. Μιλάμε περισσότερο για στρατούς και για drones, ενώ οι άνθρωποι που αγωνίζονται και μάχονται σε καθημερινή βάση μένουν στην αφάνεια».
*Σύντομα στους κινηματογράφους από τη WEIRDWAVE.