ΣΗΜΕΙΩΜΑ

“Ξέρω πως είναι να νιώθεις χαμένος, μόνος, και αόρατος”, λέει ο Σάιμον στη Χάννα, προδίδοντας ένα κοινό μυστικό που ανέβηκε ξαφνικά από το βάθος της άνυδρης ύπαρξής του. Και έφερε μαζί όλες τις τσαλακωμένες εφημερίδες, τα μισοτελειωμένα φαγητά, τη διαδρομή το πρωί για τη δουλειά, τα λαμπάκια που αναβοσβήνουν το βράδυ χωρίς νόημα και το κρύο νερό στο θερμοσίφωνο.

 

Ο Ρίτσαρντ Αγιοάντε χρησιμοποιεί ως πρώτο υλικό το νεανικό μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι “Ο Σωσίας” για να στήσει μία μαύρη κωμωδία που ανατέμνει τα πιο ζοφερά στοιχεία της σύγχρονης πραγματικότητας. Με μία λιτή δραματουργικά γραμμή και σε συγκοπτόμενο σκηνοθετικό χρόνο, ανασκευάζει το ασφυκτικό ντοστογιεφσκικό περιβάλλον, μεταφέροντάς το στη δυστοπική εκδοχή του σήμερα και του αύριο.

 

Ο Σάιμον Τζέιμς – ο πρωτότυπος ήρωας της ταινίας του Αγιοάντε που υποδύεται με χειρουργική ακρίβεια ο Τζέσι Αϊζενμπεργκ – είναι ένας κοινός υπάλληλος που δεν τον θυμάται ούτε ο θυρωρός της δουλειάς του. Ένας κάποιος που κινείται μέσα στο ανώνυμο πλήθος, που ζει μέσα απ’ τους άλλους, για τους άλλους, και ανάμεσά τους. “Είναι σαν να είμαι συνεχώς έξω απ’ τον εαυτό μου”, φωνάζει.

 

Φωτεινή χρωματική αναλαμπή στη γκρίζα ζωή του η Χάννα (Μία Γουασικόφσκα), η κοπέλα που το πρωί την παρατηρεί να βγάζει φωτοτυπίες, και το βράδυ, μεταξύ δελτίου των 8 και πριν την αγαπημένη του σειρά στις 10, την παρακολουθεί ηδονοβλεπτικά με το τηλεσκόπιο από το απέναντι διαμέρισμα.

 

Η ζωή θα μπορούσε να συνεχίζεται έτσι για πάντα, αν δεν εμφανιζόταν μία μέρα ο αστάθμητος παράγοντας Τζέιμς, ο σωσίας του Σάιμον, – ο Αϊζενμπεργκ εδώ σε διπλό ρόλο – που με τον αέρα του αποφασιστικού και του επιτυχημένου τα καταφέρνει καλύτερα σε όλα εκείνα τα καθήκοντα ενός ισοπεδωμένου βίου, του έτερου φύλου συμπεριλαμβανομένου. Και πάντοτε με μία στιλπνή ρομποτική ζωντάνια.

 

Το σενάριο στηρίζεται εύσχημα επάνω στην ιστορία του “Σωσία” προκειμένου να διατυπώσει ένα σχόλιο για τον συστηματικό και προγραμματισμένο χαρακτήρα της σημερινής πραγματικότητας. Ο κόσμος των ρυθμισμένων ρολογιών και των γραφειοκρατικών σημείων ελέγχου, ένας κόσμος νεύρωσης κρυμμένος στα εκατομμύρια καθημερινά μπιπ των σουπερμάρκετ και των ασανσέρ, δεν αφήνει έναν ελεύθερο χώρο αναγκαίο για το συναίσθημα – δηλαδή εκείνον τον χρόνο που θα μεσολαβήσει για να ανοιχτεί στον αέρα ένα συναισθηματικό αποτύπωμα της πραγματικότητας άλλο και διαφορετικό από την επόμενη αγχωτική υποχρέωση.

 

Σε αυτή τη συνεχή επιθετικότητα, ο Σάιμον, – αυτός ο σύγχρονος Γκολιάτκιν – ένας τύπος ενίοτε τρομακτικός [“creepy”] και παράξενος [weird], βλέπει στον σωσία του το υποτιθέμενο συμπλήρωμά του. Έρχεται αντιμέτωπος με την ιδεώδη προβολή του καταπιεσμένου από την πραγματικότητα εαυτού του, ζηλεύει και εκνευρίζεται.

 

Και ενώ θα περίμενε κανείς ότι αυτή η έντονη διαλεκτική αντίθεση θα οδηγούνταν σε ρήξη, στον “Σωσία” του Αγιοάντε λαμβάνει χώρα μία περίεργη παράκαμψη. Ο Σάιμον δεν επιλέγει τελικά να αντιπαρατεθεί με τον τέλειο εαυτό του – εκείνον που συμπλέει με τους άλλους, πληρώνοντας το ψυχρό τίμημα της ανταμοιβής – αλλά αποφασίζει να επικεντρωθεί στα μάτια της Χάννα, να σταθεί και να κοιτάξει τον Άλλον καταπρόσωπο.

 

Είναι ο έρωτας που προσφέρει εδώ τη λύση τόσο σε σχέση με το κάτεργο της πραγματικότητας, όσο και με τα αυνανιστικά φληναφήματα του εαυτού. Είναι η υπόγεια, συνεχής και εμμένουσα θέα προς το ερωτικό άλλο, εκείνη που δίνει τη δυνατότητα στον καταπιεσμένο υπάλληλο να ανιχνεύσει τον δρόμο της εξόδου. Χαράσσεται έτσι ο έρωτας όχι ως παγιωμένη τελείωση, αλλά ως η μεταφορά καθ’ εαυτή – ως η οδός που προσφέρεται στους ανθρώπους, προκειμένου να σταθούνε και πάλι παρόντες εντός της ζωής τους. Μόνο ο έρωτας δύναται να μεταφέρει έξω. Μόνο αυτός μπορεί να σώσει από τη φυλακή τους ζωντανούς.

 

 

Γ.Φ. για τη weird wave.