Η ΚΡΙΤΙΚΗ για την πιο Ευτυχισμένη Μέρα στη Ζωή του Όλλι Μάκι

Μια ρομαντική ιστορία αγάπης, η οποία περιγράφει τρυφερά το τέλος μιας εποχής αθωότητας: ένας άντρας που, απέναντι σε διλήμματα βαρύτερα της «κατηγορίας» του, αποφασίζει ποιες είναι οι πραγματικές αξίες της ζωής αλλά και το ευγενικό αίσθημα του ευ αγωνίζεσθαι που εξελίσσεται στις διαπλεκόμενες, κυνικές λογικές του επαγγελματισμού και των οικονομικών συμφερόντων.

Διατηρώντας τον πρωταγωνιστή διαρ­κώς στο κέντρο του κάδρου, ο Κουοσμάνεν ισορροπεί δεξιοτεχνικά ανάμεσα σε αυτές τις δύο δραματικές συνιστώσες, παραμένει απ’ αρχής μέχρι τέλους τρυφερός και γειωμένος, οικοδομεί ένα διαρκώς αυξανόμενο σασπένς και κερδίζει δίκαια το βραβείο καλύτερης ταινίας του τμήματος Ένα Κάποιο Βλέμμα των Κανών. // Χρήστος Μήτσης, http://www.athinorama.gr/cinema/article/i_pio_eutuxismeni_mera_sti_zoi_tou_olli_maki_-2519908.html

Μία ταινία για την αβάσταχτη ελαφρότητα του «μποξ».

Η πιο ευτυχισμένη μέρα του Όλι και της Ράιγια είναι όταν, στο λυκόφως της βόρειας νύχτας, περπατώντας δίπλα στο ποτάμι συναντούν ένα ηλικιωμένο ζευγάρι που είναι πιασμένοι χέρι – χέρι. «Λες να γίνουμε σαν αυτούς;» ρωτάει εκείνη. «Ηλικιωμένοι;» ρωτάει ο Όλι.
«Και ευτυχισμένοι».

Μικρή λεπτομέρεια: Το ζευγάρι των ηλικιωμένων που συναντούν στη βόλτα τους είναι οι πραγματικοί Olli Maki και Raija Janka που ζουν ακόμα μαζί, ευτυχισμένοι και ανάλαφροι.

Γιάννης Νένες, http://www.athensvoice.gr/politismos/cinema/zisame-tin-pio-eytyhismeni-mera-sti-zoi

Καταπληκτική ασπρόμαυρη φωτογραφία, στιβαρή μα λεπταίσθητη σκηνοθεσία, έξοχη ανασύσταση εποχής, ωραίες ερμηνείες και μια πρωτόφαντη μίξη ρομαντισμού και ντοκιμαντερίστικης αμεσότητας –όλα, στην υπηρεσία μιας καθόλου τυπικής… πυγμαχικής ταινίας- διαμαντάκι.

Μια συγκινητική αυτοαποδοχή αναβλύζει από αυτήν τη σπουδαία «μικρή» ταινία. Μια σοφή υπαρξιακή πληρότητα, ζυγισμένη σαν γροθιά πυγμάχου, τρυφερή σαν χάδι ερωτευμένου. Μη φοβηθείτε το φινλανδικό/ μποξερικό/ βιογραφικό/ αριστίκ του πράγματος. Απλώς δείτε την. // Τατιάνα Καποδίστρια, http://tospirto.net/cinema/movie/2089

ένα ανέλπιστα ώριμο σκηνοθετικό ντεμπούτο που διατρέχει με αξιοθαύμαστη ισορροπία κινηματογραφικά είδη και προβληματικές πάνω στη διαφορά ευτυχίας και επιτυχίας, τον επαγγελματικό (πρωτ)αθλητισμό και τα κοινωνικά πρότυπα. Σημείωση πως πρόκειται για αληθινή ιστορία, για την οποία όσα λιγότερα γνωρίζετε εκ των προτέρων, τόσο το καλύτερο.

«Η Πιο Ευτυχισμένη Μέρα στη Ζωή του Όλλι Μάκι» είναι μια έξυπνα φτιαγμένη ταινία που κρύβει μέσα της μπόλικη μαστοριά, αφηγηματική ωριμότητα και δεξιοτεχνία. (…) ο ήρωάς του, ιδανικά αποτυπωμένος στην αντιηρωική φιγούρα του Λάχτι, αναλαμβάνει να χρωματίσει τελικά πάνω στον φωτιστικά φουλ αντιθετικό, ασπρόμαυρο καμβά του φιλμ, το δικό του νόημα στη μέρα, τη ζωή και την όποια ευτυχία ή επιτυχία του. // Νεκτάριος Σάκκας, http://www.cinemag.gr/paizontai_tora/arthro/h_pio_eutyxismeni_mera_sti_zoi_tou_olli_maki-130838309/

Μια ασπρόμαυρη κι όμως γεμάτη χρώματα, μελαγχολική κι όμως feelgood, βαρυσήμαντη κι όμως όχι «βαριά» ταινία για όλα αυτά που κερδίζεις όταν χάνεις. Και το αντίθετο. // Μανώλης Κρανάκης, http://flix.gr/cinema/the-happiest-day-in-the-life-of-olli-maki-review.html

Ο αληθινός Olli Mäki, 1958

Χρησιμοποιώντας κινηματογραφικές τεχνικές σύγχρονες της ιστορίας που αφηγείται, ο πρωτάρης Juho Kuosmanen, που κέρδισε με αυτό του το ντεμπούτο το μεγάλο βραβείο του τμήματος Ένα Κάποιο Βλέμμα στο περασμένο φεστιβάλ Κανών, συνθέτει με γλυκύτατη συμπάθεια στην απλότητα και την ειλικρίνεια του χαρακτήρα του, έναν υπνωτιστικό φόρο τιμής όχι μόνο στον μελαγχολικό τρόπο με τον οποίο μεταφράστηκε η γαλλική Nouvelle Vague όταν εξαπλώθηκε στην Ευρώπη με ταινίες όπως Η Μοναξιά του Δρομέα Μεγάλων Αποστάσεων ή η πρώτη περίοδος του Milos Forman, αλλά και στον ίδιο τον κεντρικό του ήρωα, ένα ζωντανό φιλοσοφικό παράδοξο από μόνος του, ως η ενσάρκωση του ευαίσθητου παλαιστή. Βασισμένος στην αληθινή ιστορία του Olli Maki, την οποία διαχειρίζεται με σεβασμό και τρυφερότητα, ο Kuosmanen χτυπάει όλες τις γνωστές νότες των ιστοριών κατασκευής ειδώλων (ο άσημος και άμαθος από κοινωνικά συμβόλαια μεροκαματιάρης με το σπάνιο ταλέντο, που έρχεται στη μεγάλη πόλη για να εκπαιδευτεί για τις μεγάλες λίγκες και τα μιντιακά τσίρκα που τις συνοδεύουν), η γλυκόπικρη, αφαιρετική αφήγησή του όμως συνθέτει εν τέλει μια εντελώς δική του μελωδία, εμπνευσμένη απ’ το τραγούδι της ψυχής ενός ανθρώπου που φτιάχτηκε μάλλον για να χορεύει, να γελάει και να ζει, παρά για να θυμώνει και να δέρνεται. Εκμεταλλευόμενος περισσότερο, παρά αποδεχόμενος τις φόρμες του είδους, ο Kuosmanen μετατρέπει σε βραδύκαυστο δραματουργικό του καύσιμο την σαστισμάρα με την οποία αντιμετωπίζει ο ήρωάς του τον ναρκισσισμό και τη φαύλη ματαιότητα που περιβάλλει και περιτριγυρίζει τα κατασκευασμένα είδωλα, εντάσσοντας οργανικά στην αφήγησή του, ως μόνη λογική επιλογή, το αυτονόητο ένστικτο του Olli Maki: να παίρνει πολύ περισσότερο στα σοβαρά τους περιπάτους με το κορίτσι του πλάι στις λίμνες και τα ποτάμια, παρά τους χορούς με τους αντιπάλους του ανάμεσα στα σκοινιά του ρινγκ. // Ιωσήφ Πρωιμάκης, Popaganda.gr

Αν και η ταινία του Κουσμάνεν είναι στην καρδιά της μια μελαγχολική ιστορία υπαρξιακής αναζήτησης και συναισθηματικής ενηλικίωσης, η προσέγγιση είναι χαλαρή και feelgood με το διακριτικό χιούμορ και την αντιηρωϊκή διάθεση που συναντάμε στο σινεμά του συμπατριώτη του, Άκι Καουρισμάκι. // Χρυσοστομάκης Λακταρίδης, Doctv.gr

Θα καταφέρει, άραγε, να χάσει τα κιλά και να κερδίσει τον αγώνα; Θα καταφέρει να κερδίσει την καρδιά της Ράιγια; Τι έχει περισσότερο σημασία; Τι θα επιλέξει; Ή μήπως δεν χρειάζεται να επιλέξει; Και τι σημασία έχουν οι επιλογές στις ζωές μας; Τι σημασία έχουν οι επιλογές της νιότης; Τι σημαίνει «χάνω» και τι «κερδίζω» όταν είμαι νέος; Η ταινία ξεκινά με σκηνές από έναν γάμο, με τη Ράιγια να τραγουδά «Η νιότη είναι η πιο ευτυχισμένη εποχή, μια πραγματικά ευλογημένη εποχή» και γι’ αυτό ακριβώς μιλάει αυτή η ταινία, το λέει άλλωστε και ο τίτλος της. Στα 37 του, πια, ο Γιούχο Κουοσμάνεν, στην πρώτη του μεγάλου μήκους μιλάει για τη νιότη και για τα πράγματα που δε γίνονται όταν είσαι νέος – αλλά και γι’ αυτά που γίνονται. Χωρίς να έχει τα μέσα τού Μάρτιν Σκορσέζε, δημιουργεί ένα λιγότερο οργισμένο είδωλο, έναν ήρωα που δεν είναι ήρωας, έναν πυγμάχο που κερδίζει τον αγώνα της καρδιάς και γίνεται… πραγματικό σύμβολο για τη Φινλανδία. // Νίνα Βελιγράδη, http://freecinema.gr/movies/hymyileva-mies/

Ο σκηνοθέτης δημιουργεί το πορτραίτο του ήρωα ως ενός μελαγχολικού, προσηλωμένου στους στόχους του άνδρα, ο οποίος ξαφνικά τοποθετείται προ ενός διλήμματος. Χρησιμοποιώντας τα στερεότυπα της πυγμαχικής ταινίας, ο σκηνοθέτης εστιάζει σε ό,τι θεωρείται ανδρικό: τη σωματική ρώμη, την αγωνιστικότητα, την υπέρβαση των εμποδίων, την κατάκτηση του στόχου, με όπλο το σώμα. Εδώ όμως, κατά ένα παράδοξο τρόπο, αυτά τα στερεότυπα παρακάμπτονται για να αποκαλυφθεί ό,τι κρύβεται στη σκοτεινή όψη της ανδρικής ταυτότητας: η ανδρική συναισθηματικότητα.

Υπάρχει λοιπόν κάτι ειρωνικό στον τίτλο της ταινίας, αλλά και βαθιά στοχαστικό. Σ’ αυτήν, λοιπόν, την ανδρική ταινία είναι ο έρωτας που αποτελεί το διαφιλονικούμενο τρόπαιο. Και σ’ αυτόν τον αγώνα ο Olli Mäki είναι ο νικητής… // Δημήτρης Μπάμπας, http://www.cinephilia.gr/index.php/tainies/europa/5563-hymyileva-mies-juho-kuosmanen

Η «επιτυχία» και η «αποτυχία» είναι έννοιες που έχουν πολλές όψεις. // Αγγελική Στελλάκη, Cinepivates.gr

Ο Κουοσμάνεν στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του παραλληλίζει με γούστο, δεξιοτεχνία και πρωτοτυπία την κατάκτηση της αθλητικής κορυφής με εκείνο του χτισίματος της αθώας ερωτικής ιστορίας του και αμείβεται δικαίως με το μεγάλο βραβείο στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» στο Φεστιβάλ Καννών. // Κωνσταντίνος Καΐμάκης, AV.

Ένα εύγεστο κοκτέιλ νοσταλγίας, μελαγχολίας και αισιοδοξίας που διακρίθηκε στο τελευταίο Φεστιβάλ Καννών κερδίζοντας το πρώτο βραβείο του τμήματος Ενα Κάποιο Βλέμμα. Τολμώ να προβλέψω ότι κάποια στιγμή ο Γιούχο Κουοσμάνεν ίσως πάρει τη σκυτάλη από τον «γκουρού» συμπατριώτη του Ακι Καουρισμάκι. // Γιάννης Ζουμπουλάκης, Το Βήμα.